- καρώδης
- καρώδης, -ες (Α)1. βυθισμένος σε (απο)κάρωση, ναρκωμένος, αποκαρωμένος, νυσταλέος, βαρύς2. αυτός που προκαλεί κάρωση, ληθαργικός, ναρκωτικός, αποχαυνωτικός, κωματώδης3. αυτός που υπόκειται σε κάρωση4. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρῶδεςα) η κάρωσηβ) το ναρκωτικό, το υπνωτικό.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καρῶ + -ώδης].
Dictionary of Greek. 2013.